- καρπέτα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 188 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας.
* * *η (Μ καρπέτα)νεοελλ.1. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκεπάσματος2. τάπητας μικρών διαστάσεων από μαλλί ή από μαλλί και καν(ν)άβι, χωρίς χνούδιμσν.εξωτερικό μακρύ γυναικείο φόρεμα που κάλυπτε το σώμα από τη μέση και κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carpette < αγγλ. carpet].
Dictionary of Greek. 2013.